εγκόλπιο

εγκόλπιο
Έμβλημα των επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και πανάγιοσταυρίον. Το ε. είναι μικρή εικόνα της Θεοτόκου ή του Χριστού, η οποία κρέμεται με αλυσίδα στο στήθος. Στην Καθολική Εκκλησία, αντί του ε. χρησιμοποιείται από τους επισκόπους ο επιστήθιος σταυρός (crux pectualis). Η χρήση των ε. προέρχεται από τα φυλαχτά, που κρεμούσαν από τον λαιμό τους οι χριστιανοί του Μεσαίωνα, τα οποία περιείχαν λείψανα αγίων, κομμάτια τίμιου ξύλου, φράσεις της Αγίας Γραφής ή κείμενα με εξορκισμούς. Σε νεότερους χρόνους, τα ε. συμβόλιζαν την καθαρή καρδιά, την οποία πρέπει να έχει ο επίσκοπος. Βυζαντινό εγκόλπιο σε μοναστήρι του Αγίου Όρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με …   Dictionary of Greek

  • Ιμπέριος και Μαργαρώνα — Έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα του 15ου αι. Αποτελείται από 893 ανομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων ιστοριών των αποχωριζομένων εραστών. Η γλώσσα του είναι μεικτή και παρουσιάζει πλούτο επιθέτων. Ο ποιητής του έργου… …   Dictionary of Greek

  • Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( …   Wikipedia

  • αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] …   Dictionary of Greek

  • γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] …   Dictionary of Greek

  • ξέμετρο — το εγκόλπιο, φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • παναγιάριο(ν) — το (Μ παναγιάριον) [Παναγία] 1. συλλογή αφηγήσεων που αφορούν σε θαύματα τής Παναγίας ή σε ύμνους και εγκώμια αφιερωμένα στην Παναγία 2. μικρή εικόνα τής Θεοτόκου που χρησιμοποιείται και ως εγκόλπιο 3. δίσκος που φέρει τη μορφή τής Θεοτόκου και… …   Dictionary of Greek

  • προβασκάνι — το / προβασκάνιον, ΝΑ, και προβάσκαντον, Α φυλαχτό κατά τής βασκανίας ή τής μαγείας, εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκάνι(ον) «φυλαχτό κατά τής βασκανίας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”